ωμηστής

ωμηστής
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός) αυτός προς τιμήν τού οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί τής λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-τής, αντί *ὠμοεδ-τής (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση τού οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠμηστής — eating raw flesh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμησταῖς — ὠμηστής eating raw flesh masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμησταί — ὠμηστής eating raw flesh masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστοῦ — ὠμηστής eating raw flesh masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστᾷ — ὠμηστής eating raw flesh masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστῇ — ὠμηστής eating raw flesh masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστῇσι — ὠμηστής eating raw flesh masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστῇσιν — ὠμηστής eating raw flesh masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστήν — ὠμηστής eating raw flesh masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηστῶν — ὠμηστής eating raw flesh masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”